περικάρδιο(ν)

περικάρδιο(ν)
το анат. околосердечная сумка, перикард

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "περικάρδιο(ν)" в других словарях:

  • περικάρδιο — (Ανατ.). Ορογόνος θύλακας που περιβάλλει την καρδιά και το αρχικό τμήμα των μεγάλων αγγείων. Το π., μαζί με το περισπλάγχνιο πέταλο, που ονομάζεται επικάρδιο, κολλάει στον καρδιακό μυ, ενώ το έξω πέταλο είναι ενισχυμένο από ανθεκτικό ινώδη ιστό.… …   Dictionary of Greek

  • περικάρδιο — το θύλακος που περιβάλλει την καρδιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… …   Dictionary of Greek

  • περικαρδίτιδα — η, Ν ιατρ. 1. φλεγμονή τού περικαρδίου, που άλλοτε είναι ιδιοπαθής και άλλοτε οφείλεται σε ίωση 2. φρ. «συμφυτική περικαρδίτιδα» περικαρδίτιδα που οφείλεται συχνότερα σε παλαιά φυματίωση και κατά την οποία το περικάρδιο μεταβάλλεται σε άκαμπτο… …   Dictionary of Greek

  • περικαρδιακός — και περικαρδικός, ή, ό, Ν [περικάρδιο] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο περικάρδιο 2. φρ. α) «περικαρδιακό όργανο» βιολ. δίκτυο νευροεκκριτικών ινών που βρίσκεται πλευρικά στα τοιχώματα τού περικαρδίου τών δεκάποδων καρκινοειδών β)… …   Dictionary of Greek

  • υδροπερικάρδιο — το, Ν ιατρ. συλλογή ορώδους, μη φλεγμονώδους, υγρού μέσα στο περικάρδιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hydropericardium (< υδρ[ο] * + περικάρδιο). Η λ. μαρτυρείται από το 1879 στον Γ. Καραμήτσα] …   Dictionary of Greek

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • εμπύημα — Συλλογή πύου σε μια κοιλότητα του ανθρώπινου σώματος. Οι συχνότερες εντοπίσεις του ε. είναι η κοιλότητα του υπεζωκότα, η χοληδόχος κύστη, η σκωληκοειδής απόφυση, το περικάρδιο και η μήτρα. Πολυάριθμοι είναι οι μικροοργανισμοί που ευθύνονται γι’… …   Dictionary of Greek

  • επικάρδιο — Το εξωτερικό στρώμα του τοιχώματος της καρδιάς. Αποτελείται από συνδετικό ιστό και επιθήλιο. Είναι επίσης γνωστό και ως σπλαχνικό περικάρδιο. * * * το ανατ. ορογόνος υμένας που επενδύει την καρδιά και αποτελεί το περισπλάγχνιο πέταλο τού… …   Dictionary of Greek

  • θυμός — Αδένας έσω εκκρίσεως, που βρίσκεται στο ψηλότερο τμήμα του μεσοθωράκιου, πίσω από το στέρνο. Έχει μήκος, κατά τη γέννηση, περίπου 5 εκ., πλάτος 1,5 εκ. και αντίστοιχο πάχος. Το βάρος του κυμαίνεται μεταξύ 10 12 γρ. Λίγο πριν την ήβη αποκτά τον… …   Dictionary of Greek

  • θύμος — Αδένας έσω εκκρίσεως, που βρίσκεται στο ψηλότερο τμήμα του μεσοθωράκιου, πίσω από το στέρνο. Έχει μήκος, κατά τη γέννηση, περίπου 5 εκ., πλάτος 1,5 εκ. και αντίστοιχο πάχος. Το βάρος του κυμαίνεται μεταξύ 10 12 γρ. Λίγο πριν την ήβη αποκτά τον… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»